- τελοπέα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πρωτεΐδες τής τάξης πρωτεώδη και περιλαμβάνει 3-4 είδη αείφυλλων δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή τής Αυστραλίας και τής Τασμανίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telopea < τηλωπός «αυτός που φαίνεται από μακριά»].
Dictionary of Greek. 2013.